περισφίγγω
περι-σφίγγω,
A). bind tightly all round, βοὸς οὐρᾷ τὸν αὐχένα π. ; 3.33 κύκλος οὐρανοῦ π. πάντα ; 1.227 χεῖρα σπατάλῃ AP 6.74 ( ); δεσμῷ .. Ἅρηα περισφίγξας Ἀφροδίτῃ D. 5.585 ; apply closely, of a cupping-instrument, CA 1.10 :— Pass., Oss. 13 , AJ 3.7.4 ; τῷ πυφμένι -έσφιγκται σωλήν : abs., 16.2.13 contract, shrink, VC 15 ; π. τοῖς ἱδρῶσι τοὺς λινοῦς . 1.83