Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περισυρίττω
περίσυρμα
περισυρμός
περισύρω
περισφαλάω
περισφάλεια
περισφαλής
περισφάλλω
περίσφαλσις
περισφαραγέω
περίσφατος
περισφηκόω
περισφίγγω
περίσφιγξις
περισφραγισμός
περισφριγάω
περισφύριος
περισφυρίς
περίσφυρος
περισχαδόν
περίσχεσις
View word page
περίσφατος
περίσφᾰτος
,
ον
,
A).
=
ἐπιθρήνητος, ἐπονείδιστος
,
Hsch.
Adv.
-τως, ἔχειν
Trag.Adesp.
333
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περίσφατος
Headword (normalized):
περίσφατος
Headword (normalized/stripped):
περισφατος
IDX:
82311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82312
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίσφᾰτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐπιθρήνητος, ἐπονείδιστος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> Adv. <span class="quote greek">-τως, ἔχειν</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Trag.Adesp.</span> 333 </span> .</div> </div><br><br>'}