Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιστύλιον
περίστυλος
περιστυφελίζομαι
περιστύφω
περίστῳον
περισυγκαταλαμβάνομαι
περισυγχωρέω
περισυλάω
περισυμπλέκω
περισυνάγω
περισυνίσταμαι
περίσυνος
περισυρίττω
περίσυρμα
περισυρμός
περισύρω
περισφαλάω
περισφάλεια
περισφαλής
περισφάλλω
περίσφαλσις
View word page
περισυνίσταμαι
περισυν-ίσταμαι,
A). arise about, Dam. Pr. 34 .


ShortDef

arise about

Debugging

Headword:
περισυνίσταμαι
Headword (normalized):
περισυνίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
περισυνισταμαι
IDX:
82299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82300
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισυν-ίσταμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">arise about</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4066.tlg003:34" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4066.tlg003:34/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dam.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 34 </a>.</div> </div><br><br>'}