Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιστρώννυμι
περιστρωφάω
περιστύλιον
περίστυλος
περιστυφελίζομαι
περιστύφω
περίστῳον
περισυγκαταλαμβάνομαι
περισυγχωρέω
περισυλάω
περισυμπλέκω
περισυνάγω
περισυνίσταμαι
περίσυνος
περισυρίττω
περίσυρμα
περισυρμός
περισύρω
περισφαλάω
περισφάλεια
περισφαλής
View word page
περισυμπλέκω
περισυμπλέκω, in Pass.,
A). to be wound round, of a screw, dub. in Bito 47.4 ( v.l. συμπεπλεγμένος ).


ShortDef

to be wound round

Debugging

Headword:
περισυμπλέκω
Headword (normalized):
περισυμπλέκω
Headword (normalized/stripped):
περισυμπλεκω
IDX:
82297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82298
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισυμπλέκω</span>, in Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be wound round</span>, of a screw, dub. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1226.tlg001:47:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1226.tlg001:47.4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Bito</span> 47.4 </a> ( v.l. <span class="ref greek">συμπεπλεγμένος</span> ).</div> </div><br><br>'}