Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιστροφή
περιστροφίδιον
περιστροφίς
περίστροφος
περίστρωμα
περιστρώννυμι
περιστρωφάω
περιστύλιον
περίστυλος
περιστυφελίζομαι
περιστύφω
περίστῳον
περισυγκαταλαμβάνομαι
περισυγχωρέω
περισυλάω
περισυμπλέκω
περισυνάγω
περισυνίσταμαι
περίσυνος
περισυρίττω
περίσυρμα
View word page
περιστύφω
περιστύφω [ῡ],
A). dry up by astringents, τὸ δάκρυον Plu. 2.659d .


ShortDef

dry up by astringents

Debugging

Headword:
περιστύφω
Headword (normalized):
περιστύφω
Headword (normalized/stripped):
περιστυφω
IDX:
82292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82293
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστύφω</span> <span class="pron greek">[ῡ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dry up by astringents</span>, <span class="quote greek">τὸ δάκρυον</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.659d </span> .</div> </div><br><br>'}