Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιστομίς
περίστομος
περιστοναχέω
περιστορέννυμι
περιστρατοπεδεύω
περίστρεμμα
περιστρέφω
περιστροβέω
περιστρόγγυλος
περιστροφάδην
περιστροφέω
περιστροφή
περιστροφίδιον
περιστροφίς
περίστροφος
περίστρωμα
περιστρώννυμι
περιστρωφάω
περιστύλιον
περίστυλος
περιστυφελίζομαι
View word page
περιστροφέω
περιστροφ-έω,
A). v. περιστρωφάω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιστροφέω
Headword (normalized):
περιστροφέω
Headword (normalized/stripped):
περιστροφεω
IDX:
82281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82282
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστροφ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περιστρωφάω</span> .</div> </div><br><br>'}