Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιστολή
περιστολίζομαι
περιστόμιος
περιστομίς
περίστομος
περιστοναχέω
περιστορέννυμι
περιστρατοπεδεύω
περίστρεμμα
περιστρέφω
περιστροβέω
περιστρόγγυλος
περιστροφάδην
περιστροφέω
περιστροφή
περιστροφίδιον
περιστροφίς
περίστροφος
περίστρωμα
περιστρώννυμι
περιστρωφάω
View word page
περιστροβέω
περιστροβέω,
A). cause to revolve, κύλινδρον Herm. ap. Stob. 1.49.44 .


ShortDef

cause to revolve

Debugging

Headword:
περιστροβέω
Headword (normalized):
περιστροβέω
Headword (normalized/stripped):
περιστροβεω
IDX:
82278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82279
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστροβέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cause to revolve</span>, <span class="quote greek">κύλινδρον</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Herm.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 1.49.44 </span>.</div> </div><br><br>'}