Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περίστοιχος
περιστολάδην
περιστολή
περιστολίζομαι
περιστόμιος
περιστομίς
περίστομος
περιστοναχέω
περιστορέννυμι
περιστρατοπεδεύω
περίστρεμμα
περιστρέφω
περιστροβέω
περιστρόγγυλος
περιστροφάδην
περιστροφέω
περιστροφή
περιστροφίδιον
περιστροφίς
περίστροφος
περίστρωμα
View word page
περίστρεμμα
περί-στρεμμα
,
ατος
,
τό
,
A).
=
διάστρεμμα
,
Gal.
18(2).888
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περίστρεμμα
Headword (normalized):
περίστρεμμα
Headword (normalized/stripped):
περιστρεμμα
IDX:
82276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82277
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περί-στρεμμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διάστρεμμα</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).888 </span>.</div> </div><br><br>'}