περιστοιχίζω
περιστοιχ-ίζω,
A). surround as with toils or nets, of a besieging army, interpol. in , etc.; dub. in 8.5.2 Ps. 47(48).13 , Ho. 8.13 : metaph., AJ 17.2.4 :— Med. (fut.- ιοῦμαι ), 50.31 κύκλῳ πανταχῇ μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καθημένους περιστοιχίζεται , cf. 4.9 :— Pass., 39.3 ὑπό τινων , al., 49.30 ; 1.9 ψυχὴ π. ὑπὸ πονηρῶν πνευμάτων Fr. 104 H.; κλύδωνι φροντισμάτων , cf. 7.4 in Hp. 2.112D.