Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιστηλόομαι
περιστηρίζω
περίστια
περιστιγής
περιστίζω
περίστικτος
περιστίλβω
περιστιχάω
περίστιχες
περιστιχίζω
περιστλεγγίζω
περιστόϊον
περιστοιχέω
περιστοιχίζω
περίστοιχος
περιστολάδην
περιστολή
περιστολίζομαι
περιστόμιος
περιστομίς
περίστομος
View word page
περιστλεγγίζω
περιστλεγγίζω,
A). scrape all round with a στλεγγίς, Hsch.


ShortDef

scrape all round with a στλεγγίς

Debugging

Headword:
περιστλεγγίζω
Headword (normalized):
περιστλεγγίζω
Headword (normalized/stripped):
περιστλεγγιζω
IDX:
82262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82263
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστλεγγίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scrape all round with a</span> <span class="foreign greek">στλεγγίς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}