Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιστερός
περιστεροτροφεῖον
περιστερότροφος
περιστερώδης
περιστερών
περιστεφανίς
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστήθιον
περιστηλόομαι
περιστηρίζω
περίστια
περιστιγής
περιστίζω
περίστικτος
περιστίλβω
περιστιχάω
περίστιχες
περιστιχίζω
περιστλεγγίζω
View word page
περιστηλόομαι
περιστηλόομαι,
A). to be set up as στῆλαι round about, οἱ περιεστηλωμένοι ὅροι Jahrb.Ergänzungsheft 10.64 (Nysa, i B. C.).


ShortDef

to be set up as στῆλαι round about

Debugging

Headword:
περιστηλόομαι
Headword (normalized):
περιστηλόομαι
Headword (normalized/stripped):
περιστηλοομαι
IDX:
82252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82253
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστηλόομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be set up as</span> <span class="foreign greek">στῆλαι</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">round about</span>, <span class="quote greek">οἱ περιεστηλωμένοι ὅροι</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">Jahrb.Ergänzungsheft</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:10:64" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:10.64/canonical-url/"> 10.64 </a> (Nysa, i B. C.).</div> </div><br><br>'}