Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
περιστερόεις
περιστεροποιός
περιστεροπώλης
περιστερός
περιστεροτροφεῖον
περιστερότροφος
περιστερώδης
περιστερών
περιστεφανίς
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστήθιον
περιστηλόομαι
περιστηρίζω
περίστια
περιστιγής
περιστίζω
View word page
περιστερών
περιστερ-ών, ῶνος, ,
A). = περιστερεών 1 , PPetr. 3p.195 (iii B. C.), PGrenf. 1.21.11 (ii B.C.), etc.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιστερών
Headword (normalized):
περιστερών
Headword (normalized/stripped):
περιστερων
IDX:
82246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82247
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστερ-ών</span>, <span class="itype greek">ῶνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">περιστερεών</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg012:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg012:1/canonical-url/"> 1 </a>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PPetr.</span> 3p.195 </span> (iii B. C.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PGrenf.</span> 1.21.11 </span> (ii B.C.), etc.</div> </div><br><br>'}