Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιστερίς
περιστερνίδιον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
περιστερόεις
περιστεροποιός
περιστεροπώλης
περιστερός
περιστεροτροφεῖον
περιστερότροφος
περιστερώδης
περιστερών
περιστεφανίς
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστήθιον
περιστηλόομαι
περιστηρίζω
περίστια
View word page
περιστερότροφος
περιστερότροφ-ος (parox.), ,
A). pigeon-keeper, PCair.Zen. 498.2 (iii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιστερότροφος
Headword (normalized):
περιστερότροφος
Headword (normalized/stripped):
περιστεροτροφος
IDX:
82244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82245
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστερότροφ-ος</span> (parox.), <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pigeon-keeper,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PCair.Zen.</span> 498.2 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}