Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιστέριον
περιστερίς
περιστερνίδιον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
περιστερόεις
περιστεροποιός
περιστεροπώλης
περιστερός
περιστεροτροφεῖον
περιστερότροφος
περιστερώδης
περιστερών
περιστεφανίς
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστήθιον
περιστηλόομαι
περιστηρίζω
View word page
περιστεροτροφεῖον
περιστεροτροφ-εῖον, τό,
A). place where doves are reared, Varro RR 3.7 .


ShortDef

place where doves are reared

Debugging

Headword:
περιστεροτροφεῖον
Headword (normalized):
περιστεροτροφεῖον
Headword (normalized/stripped):
περιστεροτροφειον
IDX:
82243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82244
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστεροτροφ-εῖον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">place where doves are reared</span>, Varro <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">RR</span> 3.7 </span>.</div> </div><br><br>'}