Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιστερίδιον
περιστέριον
περιστερίς
περιστερνίδιον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
περιστερόεις
περιστεροποιός
περιστεροπώλης
περιστερός
περιστεροτροφεῖον
περιστερότροφος
περιστερώδης
περιστερών
περιστεφανίς
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστήθιον
περιστηλόομαι
View word page
περιστερός
περιστερός, ,
A). v. περιστερά .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιστερός
Headword (normalized):
περιστερός
Headword (normalized/stripped):
περιστερος
IDX:
82242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82243
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστερός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περιστερά</span> .</div> </div><br><br>'}