Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιστεριδεύς
περιστερίδιον
περιστέριον
περιστερίς
περιστερνίδιον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
περιστερόεις
περιστεροποιός
περιστεροπώλης
περιστερός
περιστεροτροφεῖον
περιστερότροφος
περιστερώδης
περιστερών
περιστεφανίς
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
περιστήθιον
View word page
περιστεροπώλης
περιστερο-πώλης, ου, ,
A). pigeon-dealer, BGU 1258.10 (ii. B.C.).


ShortDef

pigeon-dealer

Debugging

Headword:
περιστεροπώλης
Headword (normalized):
περιστεροπώλης
Headword (normalized/stripped):
περιστεροπωλης
IDX:
82241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82242
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστερο-πώλης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pigeon-dealer</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1258.10 </span> (ii. B.C.).</div> </div><br><br>'}