Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιστερεών
περιστεριδεύς
περιστερίδιον
περιστέριον
περιστερίς
περιστερνίδιον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
περιστερόεις
περιστεροποιός
περιστεροπώλης
περιστερός
περιστεροτροφεῖον
περιστερότροφος
περιστερώδης
περιστερών
περιστεφανίς
περιστεφανόω
περιστεφής
περιστέφω
View word page
περιστεροποιός
περιστερο-ποιός,
A). columbarius, Gloss.


ShortDef

columbarius

Debugging

Headword:
περιστεροποιός
Headword (normalized):
περιστεροποιός
Headword (normalized/stripped):
περιστεροποιος
IDX:
82240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82241
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστερο-ποιός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">columbarius,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}