Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιστένω1
περιστένω2
περίστεπτος
περιστερά
περιστερεών
περιστεριδεύς
περιστερίδιον
περιστέριον
περιστερίς
περιστερνίδιον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
περιστερόεις
περιστεροποιός
περιστεροπώλης
περιστερός
περιστεροτροφεῖον
περιστερότροφος
περιστερώδης
περιστερών
View word page
περιστερνίζω
περιστερν-ίζω,
A). put round the breast, Aristaenet. 1.25 ( Med.).


ShortDef

put round the breast

Debugging

Headword:
περιστερνίζω
Headword (normalized):
περιστερνίζω
Headword (normalized/stripped):
περιστερνιζω
IDX:
82236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82237
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστερν-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">put round the breast</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4000.tlg001:1:25" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4000.tlg001:1.25/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aristaenet.</span> 1.25 </a> ( Med.).</div> </div><br><br>'}