Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιστενοχωρέομαι
περιστένω1
περιστένω2
περίστεπτος
περιστερά
περιστερεών
περιστεριδεύς
περιστερίδιον
περιστέριον
περιστερίς
περιστερνίδιον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
περιστερόεις
περιστεροποιός
περιστεροπώλης
περιστερός
περιστεροτροφεῖον
περιστερότροφος
περιστερώδης
View word page
περιστερνίδιον
περιστερν-ίδιον,
A). v. περιστέρνιον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιστερνίδιον
Headword (normalized):
περιστερνίδιον
Headword (normalized/stripped):
περιστερνιδιον
IDX:
82235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82236
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστερν-ίδιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περιστέρνιον</span> .</div> </div><br><br>'}