Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιστείχω
περιστέλλω
περιστεμματόω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενάχω
περιστενοχωρέομαι
περιστένω1
περιστένω2
περίστεπτος
περιστερά
περιστερεών
περιστεριδεύς
περιστερίδιον
περιστέριον
περιστερίς
περιστερνίδιον
περιστερνίζω
περιστέρνιον
περιστεροειδής
View word page
περίστεπτος
περίστεπτος, ον,
A). crowned, wreathed, ταινίαις Emp. 112.6 .


ShortDef

crowned, wreathed

Debugging

Headword:
περίστεπτος
Headword (normalized):
περίστεπτος
Headword (normalized/stripped):
περιστεπτος
IDX:
82228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82229
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίστεπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">crowned, wreathed</span>, <span class="quote greek">ταινίαις</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1342.tlg001:112:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1342.tlg001:112.6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Emp.</span> 112.6 </a> .</div> </div><br><br>'}