Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείνω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστεμματόω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενάχω
περιστενοχωρέομαι
περιστένω1
περιστένω2
περίστεπτος
περιστερά
περιστερεών
περιστεριδεύς
περιστερίδιον
περιστέριον
περιστερίς
περιστερνίδιον
View word page
περιστενοχωρέομαι
περιστενοχωρέομαι, Pass.,
A). to be confined within a narrow compass. Apollon. Lex. s.v. στείνοντο .


ShortDef

to be confined within a narrow compass

Debugging

Headword:
περιστενοχωρέομαι
Headword (normalized):
περιστενοχωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
περιστενοχωρεομαι
IDX:
82225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82226
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστενοχωρέομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be confined within a narrow compass.</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">στείνοντο</span> .</div> </div><br><br>'}