Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείνω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστεμματόω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενάχω
περιστενοχωρέομαι
περιστένω1
περιστένω2
περίστεπτος
περιστερά
περιστερεών
View word page
περιστεμματόω
περιστεμματόω,
A). = περιστέφω , IG 5(1).1390.35 (Andania, i B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιστεμματόω
Headword (normalized):
περιστεμματόω
Headword (normalized/stripped):
περιστεμματοω
IDX:
82220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82221
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστεμματόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">περιστέφω</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 5(1).1390.35 </span> (Andania, i B. C.).</div> </div><br><br>'}