Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περιστατέον
περιστατήρια
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείνω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστεμματόω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενάχω
περιστενοχωρέομαι
περιστένω1
περιστένω2
View word page
περιστείνω
περιστείνω, Ep. for περιστένω (A).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιστείνω
Headword (normalized):
περιστείνω
Headword (normalized/stripped):
περιστεινω
IDX:
82217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82218
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστείνω</span>, Ep. for <span class="foreign greek">περιστένω</span> (A).</div><br><br>'}