Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατήρια
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείνω
περιστείχω
περιστέλλω
περιστεμματόω
περιστενάζω
περιστεναχέω
περιστεναχίζομαι
περιστενάχω
View word page
περιστεγανός
περιστεγᾰνός, όν,
A). covered all round, well covered, Hsch.


ShortDef

covered all round, well covered

Debugging

Headword:
περιστεγανός
Headword (normalized):
περιστεγανός
Headword (normalized/stripped):
περιστεγανος
IDX:
82214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82215
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστεγᾰνός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">covered all round, well covered</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}