Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περιστάθη
περιστάθμια
περισταλάδην
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατήρια
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
περιστεγανός
περιστεγνόω
περιστέγω
περιστείνω
περιστείχω
View word page
περιστατήρια
περι-στᾰτήρια·
σπλάγχνα
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιστατήρια
Headword (normalized):
περιστατήρια
Headword (normalized/stripped):
περιστατηρια
IDX:
82208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82209
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περι-στᾰτήρια·</span> <span class="foreign greek">σπλάγχνα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}