περισταλτικός
περισταλτικός, ή, όν,(περιστέλλὠ
A). clasping and compressing, δύναμις π. the peristaltic action of the bowels, by which their contents are propelled, Nat.Fac. 3.4 ; also of the bladder, ; 8.404 ἡ π. ἐνέργεια Nat.Fac. 3.8 ; ἡ π. κίνησις UP 4.9 . Adv.- κῶς Nat.Fac. 3.4 .