Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισσοχορηγία
περισσόχρονος
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περιστάθη
περιστάθμια
περισταλάδην
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατήρια
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
περισταχυώδης
View word page
περισταλάδην
περιστᾰλάδην, and περισς-αδόν,
A). v. περιστολάδην .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περισταλάδην
Headword (normalized):
περισταλάδην
Headword (normalized/stripped):
περισταλαδην
IDX:
82203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82204
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστᾰλάδην</span>, and <span class="orth greek">περισς-αδόν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περιστολάδην</span> .</div> </div><br><br>'}