Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περισσόφρων
περισσοχορηγία
περισσόχρονος
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περιστάθη
περιστάθμια
περισταλάδην
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατήρια
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
περισταύρωμα
View word page
περιστάθμια
περιστάθμια
,
τά
, dub. sens. in
IG
12.310.190
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιστάθμια
Headword (normalized):
περιστάθμια
Headword (normalized/stripped):
περισταθμια
IDX:
82202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82203
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστάθμια</span>, <span class="gen greek">τά</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12.310.190 </span>.</div><br><br>'}