Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισσοφρονέω
περισσόφρων
περισσοχορηγία
περισσόχρονος
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περιστάθη
περιστάθμια
περισταλάδην
περισταλτικός
περιστάσιμος
περίστασις
περιστατέον
περιστατήρια
περιστατικός
περίστατος
περισταυρόω
View word page
περιστάθη
περιστάθη,
A). v. περιίστημι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περιστάθη
Headword (normalized):
περιστάθη
Headword (normalized/stripped):
περισταθη
IDX:
82201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82202
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περιστάθη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περιίστημι</span> .</div> </div><br><br>'}