Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισσόσαρκος
περισσοσυλλαβέω
περισσοσύλλαβος
περισσοταγής
περισσοτεχνία
περισσότης
περισσοτρύφητος
περισσοφρονέω
περισσόφρων
περισσοχορηγία
περισσόχρονος
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περιστάθη
περιστάθμια
περισταλάδην
περισταλτικός
View word page
περισσόχρονος
περισσό-χρονος, ον, corrupt in Thphr. CP 1.18.3 (leg. παρισόχρονα).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περισσόχρονος
Headword (normalized):
περισσόχρονος
Headword (normalized/stripped):
περισσοχρονος
IDX:
82194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82195
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισσό-χρονος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, corrupt in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg002:1:18:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg002:1:18:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">CP</span> 1.18.3 </a> (leg. <span class="foreign greek">παρισόχρονα</span>).</div><br><br>'}