Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
περισσός
περισσόσαρκος
περισσοσυλλαβέω
περισσοσύλλαβος
περισσοταγής
περισσοτεχνία
περισσότης
περισσοτρύφητος
περισσοφρονέω
περισσόφρων
περισσοχορηγία
περισσόχρονος
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περιστάθη
περιστάθμια
περισταλάδην
View word page
περισσοχορηγία
περισσο-χορηγία
,
ἡ
,
A).
extra largess
of corn,
Cod.Theod.
14.26.2
.
ShortDef
extra largess
Debugging
Headword:
περισσοχορηγία
Headword (normalized):
περισσοχορηγία
Headword (normalized/stripped):
περισσοχορηγια
IDX:
82193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82194
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισσο-χορηγία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">extra largess</span> of corn, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cod.Theod.</span> 14.26.2 </span>.</div> </div><br><br>'}