Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισσοποιός
περισσόπους
περισσός
περισσόσαρκος
περισσοσυλλαβέω
περισσοσύλλαβος
περισσοταγής
περισσοτεχνία
περισσότης
περισσοτρύφητος
περισσοφρονέω
περισσόφρων
περισσοχορηγία
περισσόχρονος
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
περιστάθη
View word page
περισσοφρονέω
περισσο-φρονέω,
A). gloss on περιφρονέω , Hsch. (περισωφρονέω cod.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περισσοφρονέω
Headword (normalized):
περισσοφρονέω
Headword (normalized/stripped):
περισσοφρονεω
IDX:
82191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82192
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισσο-φρονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">περιφρονέω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">περισωφρονέω</span> cod.).</div> </div><br><br>'}