Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισσοπαθέω
περισσοποιός
περισσόπους
περισσός
περισσόσαρκος
περισσοσυλλαβέω
περισσοσύλλαβος
περισσοταγής
περισσοτεχνία
περισσότης
περισσοτρύφητος
περισσοφρονέω
περισσόφρων
περισσοχορηγία
περισσόχρονος
περίσσωμα
περισσωματικός
περισσωνυμέω
περίσσωσις
περισταδόν
περιστάζω
View word page
περισσοτρύφητος
περισσο-τρύφητος [ῠ],,
A). over-luxurious, ὀϊζύς Timo 3.3 (nisi leg. πᾶσ’ ἀπερισσοτρύφητος).


ShortDef

over-luxurious

Debugging

Headword:
περισσοτρύφητος
Headword (normalized):
περισσοτρύφητος
Headword (normalized/stripped):
περισσοτρυφητος
IDX:
82190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82191
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισσο-τρύφητος</span> [<span class="foreign greek">ῠ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">over-luxurious</span>, <span class="foreign greek">ὀϊζύς</span> Timo <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg025.perseus-grc1:3:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg025.perseus-grc1:3.3/canonical-url/"> 3.3 </a> (nisi leg. <span class="foreign greek">πᾶσ’ ἀπερισσοτρύφητος</span>).</div> </div><br><br>'}