Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισσολογία
περισσολόγος
περισσόλοφος
περισσομελής
περισσόμυθος
περισσόνοος
περισσοπαθέω
περισσοποιός
περισσόπους
περισσός
περισσόσαρκος
περισσοσυλλαβέω
περισσοσύλλαβος
περισσοταγής
περισσοτεχνία
περισσότης
περισσοτρύφητος
περισσοφρονέω
περισσόφρων
περισσοχορηγία
περισσόχρονος
View word page
περισσόσαρκος
περισσό-σαρκος, ον,
A). over-fleshy, Suid. s.v. Πρίαπος .


ShortDef

over-fleshy

Debugging

Headword:
περισσόσαρκος
Headword (normalized):
περισσόσαρκος
Headword (normalized/stripped):
περισσοσαρκος
IDX:
82184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82185
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισσό-σαρκος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">over-fleshy</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">Πρίαπος</span> .</div> </div><br><br>'}