Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισσοεπέω
περισσοκαλλής
περισσόκομος
περισσολογέω
περισσολογία
περισσολόγος
περισσόλοφος
περισσομελής
περισσόμυθος
περισσόνοος
περισσοπαθέω
περισσοποιός
περισσόπους
περισσός
περισσόσαρκος
περισσοσυλλαβέω
περισσοσύλλαβος
περισσοταγής
περισσοτεχνία
περισσότης
περισσοτρύφητος
View word page
περισσοπαθέω
περισσο-πᾰθέω,(παθεῖν)
A). suffer exceedingly, Cass. Pr. 15 .


ShortDef

suffer exceedingly

Debugging

Headword:
περισσοπαθέω
Headword (normalized):
περισσοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
περισσοπαθεω
IDX:
82180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82181
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισσο-πᾰθέω</span>,(<span class="etym greek">παθεῖν</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">suffer exceedingly</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0733.tlg001:15" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0733.tlg001:15/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cass.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 15 </a>.</div> </div><br><br>'}