Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισσεύω
περισσογονία
περισσοδάκτυλος
περισσοειδής
περισσοεπέω
περισσοκαλλής
περισσόκομος
περισσολογέω
περισσολογία
περισσολόγος
περισσόλοφος
περισσομελής
περισσόμυθος
περισσόνοος
περισσοπαθέω
περισσοποιός
περισσόπους
περισσός
περισσόσαρκος
περισσοσυλλαβέω
περισσοσύλλαβος
View word page
περισσόλοφος
περισσό-λοφος, ον,
A). with an over-big crest, Opp. C. 3.369 .


ShortDef

with an over-big crest

Debugging

Headword:
περισσόλοφος
Headword (normalized):
περισσόλοφος
Headword (normalized/stripped):
περισσολοφος
IDX:
82176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82177
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισσό-λοφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with an over-big crest</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0024.tlg001.perseus-grc1:3:369" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0024.tlg001.perseus-grc1:3.369/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Opp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">C.</span> 3.369 </a>.</div> </div><br><br>'}