Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίσσευσις
περισσεύω
περισσογονία
περισσοδάκτυλος
περισσοειδής
περισσοεπέω
περισσοκαλλής
περισσόκομος
περισσολογέω
περισσολογία
περισσολόγος
περισσόλοφος
περισσομελής
περισσόμυθος
περισσόνοος
περισσοπαθέω
περισσοποιός
περισσόπους
περισσός
περισσόσαρκος
περισσοσυλλαβέω
View word page
περισσολόγος
περισσο-λόγος, ον,
A). talking too much, wordy, Sch. Ar. Eq. 89 .


ShortDef

talking too much, wordy

Debugging

Headword:
περισσολόγος
Headword (normalized):
περισσολόγος
Headword (normalized/stripped):
περισσολογος
IDX:
82175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82176
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισσο-λόγος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">talking too much, wordy</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg002.perseus-grc1:89" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg002.perseus-grc1:89/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eq.</span> 89 </a>.</div> </div><br><br>'}