Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισσάρτιος
περισσεία
περίσσευμα
περίσσευσις
περισσεύω
περισσογονία
περισσοδάκτυλος
περισσοειδής
περισσοεπέω
περισσοκαλλής
περισσόκομος
περισσολογέω
περισσολογία
περισσολόγος
περισσόλοφος
περισσομελής
περισσόμυθος
περισσόνοος
περισσοπαθέω
περισσοποιός
περισσόπους
View word page
περισσόκομος
περισσό-κομος, ον,
A). exceeding hairy, Opp. C. 3.317 .


ShortDef

exceeding hairy

Debugging

Headword:
περισσόκομος
Headword (normalized):
περισσόκομος
Headword (normalized/stripped):
περισσοκομος
IDX:
82172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82173
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισσό-κομος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">exceeding hairy</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0024.tlg001.perseus-grc1:3:317" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0024.tlg001.perseus-grc1:3.317/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Opp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">C.</span> 3.317 </a>.</div> </div><br><br>'}