Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισπούδαστος
περίσπουδος
περισπωμένως
περισσάδελφος
περισσαίνω
περισσάκις
περισσακῶς
περισσάρτιος
περισσεία
περίσσευμα
περίσσευσις
περισσεύω
περισσογονία
περισσοδάκτυλος
περισσοειδής
περισσοεπέω
περισσοκαλλής
περισσόκομος
περισσολογέω
περισσολογία
περισσολόγος
View word page
περίσσευσις
περίσς-ευσις, εως, ,=περισσεία, Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περίσσευσις
Headword (normalized):
περίσσευσις
Headword (normalized/stripped):
περισσευσις
IDX:
82165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82166
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίσς-ευσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span> <span class="foreign greek">,=περισσεία</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}