Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισπογγίζω
περισπογγισμός
περισπόρια
περισπουδάζω
περισπούδαστος
περίσπουδος
περισπωμένως
περισσάδελφος
περισσαίνω
περισσάκις
περισσακῶς
περισσάρτιος
περισσεία
περίσσευμα
περίσσευσις
περισσεύω
περισσογονία
περισσοδάκτυλος
περισσοειδής
περισσοεπέω
περισσοκαλλής
View word page
περισσακῶς
περισς-ακῶς, Adv.=foreg., Iamb. in Nic. p.13 P. (s. v.l.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περισσακῶς
Headword (normalized):
περισσακῶς
Headword (normalized/stripped):
περισσακως
IDX:
82161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82162
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισς-ακῶς</span>, Adv.=foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg004:p.13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg004:p.13/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Iamb.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Nic.</span> p.13 </a> P. (s. v.l.).</div><br><br>'}