Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισπέρχεια
περισπερχέω
περισπερχής
περισπέρχω
περισπεύδω
περισπιλόω
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπογγισμός
περισπόρια
περισπουδάζω
περισπούδαστος
περίσπουδος
περισπωμένως
περισσάδελφος
περισσαίνω
περισσάκις
περισσακῶς
περισσάρτιος
περισσεία
περίσσευμα
View word page
περισπουδάζω
περισπουδ-άζω,
A). to be very eager, Sm. Ps. 67(68).17 .


ShortDef

to be very eager

Debugging

Headword:
περισπουδάζω
Headword (normalized):
περισπουδάζω
Headword (normalized/stripped):
περισπουδαζω
IDX:
82154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82155
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισπουδ-άζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be very eager</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 67(68).17 </span>.</div> </div><br><br>'}