Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισπείρω
περισπένδω
περισπέρχεια
περισπερχέω
περισπερχής
περισπέρχω
περισπεύδω
περισπιλόω
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπογγισμός
περισπόρια
περισπουδάζω
περισπούδαστος
περίσπουδος
περισπωμένως
περισσάδελφος
περισσαίνω
περισσάκις
περισσακῶς
περισσάρτιος
View word page
περισπογγισμός
περισπογγ-ισμός, ,
A). sponging all over, τοῦ προσώπου Sor. [2.28] .


ShortDef

sponging all over

Debugging

Headword:
περισπογγισμός
Headword (normalized):
περισπογγισμός
Headword (normalized/stripped):
περισπογγισμος
IDX:
82152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82153
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισπογγ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sponging all over</span>, <span class="quote greek">τοῦ προσώπου</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:[2:28]" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:%5B2.28%5D/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> [2.28] </a> .</div> </div><br><br>'}