Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισπάω
περισπεῖν
περισπειράω
περισπείρω
περισπένδω
περισπέρχεια
περισπερχέω
περισπερχής
περισπέρχω
περισπεύδω
περισπιλόω
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπογγισμός
περισπόρια
περισπουδάζω
περισπούδαστος
περίσπουδος
περισπωμένως
περισσάδελφος
περισσαίνω
View word page
περισπιλόω
περισπιλόω,
A). subject to heat. Cyran. 77 (s.v.l.).


ShortDef

subject to heat

Debugging

Headword:
περισπιλόω
Headword (normalized):
περισπιλόω
Headword (normalized/stripped):
περισπιλοω
IDX:
82149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82150
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισπιλόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">subject to heat.</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyran.</span> 77 </span> (s.v.l.).</div> </div><br><br>'}