Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίσπασις
περισπασμός
περισπαστέον
περισπαστικός
περισπάω
περισπεῖν
περισπειράω
περισπείρω
περισπένδω
περισπέρχεια
περισπερχέω
περισπερχής
περισπέρχω
περισπεύδω
περισπιλόω
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπογγισμός
περισπόρια
περισπουδάζω
περισπούδαστος
View word page
περισπερχέω
περισπερχ-έω,
A). v. περισπέρχω.


ShortDef

to be much angered

Debugging

Headword:
περισπερχέω
Headword (normalized):
περισπερχέω
Headword (normalized/stripped):
περισπερχεω
IDX:
82145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82146
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισπερχ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περισπέρχω.</span> </div> </div><br><br>'}