Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισπαθίζω
περισπαίρω
περίσπασις
περισπασμός
περισπαστέον
περισπαστικός
περισπάω
περισπεῖν
περισπειράω
περισπείρω
περισπένδω
περισπέρχεια
περισπερχέω
περισπερχής
περισπέρχω
περισπεύδω
περισπιλόω
περίσπλαγχνος
περισπογγίζω
περισπογγισμός
περισπόρια
View word page
περισπένδω
περισπένδω,
A). v. περισπεύδω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περισπένδω
Headword (normalized):
περισπένδω
Headword (normalized/stripped):
περισπενδω
IDX:
82143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82144
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισπένδω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περισπεύδω</span> .</div> </div><br><br>'}