Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισοβέω
περις[ς]ομένη
περισοφίζομαι
περισπαθίζω
περισπαίρω
περίσπασις
περισπασμός
περισπαστέον
περισπαστικός
περισπάω
περισπεῖν
περισπειράω
περισπείρω
περισπένδω
περισπέρχεια
περισπερχέω
περισπερχής
περισπέρχω
περισπεύδω
περισπιλόω
περίσπλαγχνος
View word page
περισπεῖν
περισπεῖν,
A). v. περιέπω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περισπεῖν
Headword (normalized):
περισπεῖν
Headword (normalized/stripped):
περισπειν
IDX:
82140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82141
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισπεῖν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περιέπω</span> .</div> </div><br><br>'}