Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισκυτόω
περισκυφίζω
περισμαραγέω
περισμάω
περίσμημα
περισμήχω
περισμύχω
περισοβέω
περις[ς]ομένη
περισοφίζομαι
περισπαθίζω
περισπαίρω
περίσπασις
περισπασμός
περισπαστέον
περισπαστικός
περισπάω
περισπεῖν
περισπειράω
περισπείρω
περισπένδω
View word page
περισπαθίζω
περισπᾰθίζω,(σπάθη)
A). stir about, Orib. Fr. 88 .


ShortDef

stir about

Debugging

Headword:
περισπαθίζω
Headword (normalized):
περισπαθίζω
Headword (normalized/stripped):
περισπαθιζω
IDX:
82133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82134
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισπᾰθίζω</span>,(<span class="etym greek">σπάθη</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stir about</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 88 </span>.</div> </div><br><br>'}