Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περισκόπησις
περισκορπίζω
περισκουτλόω
περισκυθίζω
περισκυθιστής
περισκυλακισμός
περισκυτόω
περισκυφίζω
περισμαραγέω
περισμάω
περίσμημα
περισμήχω
περισμύχω
περισοβέω
περις[ς]ομένη
περισοφίζομαι
περισπαθίζω
περισπαίρω
περίσπασις
περισπασμός
περισπαστέον
View word page
περίσμημα
περίσμ-ημα, ατος, τό, in pl.,
A). filings, IG 7.3498.21 (Oropus).


ShortDef

filings

Debugging

Headword:
περίσμημα
Headword (normalized):
περίσμημα
Headword (normalized/stripped):
περισμημα
IDX:
82127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82128
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίσμ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, in pl., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">filings,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 7.3498.21 </span> (Oropus).</div> </div><br><br>'}