Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίσκληρος
περισκληρύνω
περίσκον
περισκοπέω
περισκόπησις
περισκορπίζω
περισκουτλόω
περισκυθίζω
περισκυθιστής
περισκυλακισμός
περισκυτόω
περισκυφίζω
περισμαραγέω
περισμάω
περίσμημα
περισμήχω
περισμύχω
περισοβέω
περις[ς]ομένη
περισοφίζομαι
περισπαθίζω
View word page
περισκυτόω
περισκῠτόω,
A). cover with leather, Chron.Lind.B. 23 ( Pass.).


ShortDef

cover with leather

Debugging

Headword:
περισκυτόω
Headword (normalized):
περισκυτόω
Headword (normalized/stripped):
περισκυτοω
IDX:
82123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82124
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περισκῠτόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cover with leather, Chron.Lind.B.</span> <span class="bibl"> 23 </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}