Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

περίσκεψις
περισκέψομαι
περισκήνια
περισκήπτω
περισκιάζομαι
περισκιασμός
περίσκιος
περισκιρτάω
περίσκληρος
περισκληρύνω
περίσκον
περισκοπέω
περισκόπησις
περισκορπίζω
περισκουτλόω
περισκυθίζω
περισκυθιστής
περισκυλακισμός
περισκυτόω
περισκυφίζω
περισμαραγέω
View word page
περίσκον
περίσκον,
A). v. περισσός A. V.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περίσκον
Headword (normalized):
περίσκον
Headword (normalized/stripped):
περισκον
IDX:
82115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-82116
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">περίσκον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">περισσός</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> </span> V.</div> </div><br><br>'}